Παραδοσιακοί σπόροι συνέντευξη με την Βάσω Κανελλοπούλου

Γιατί έχουμε ανάγκη τους παλιούς παραδοσιακούς σπόρους;

Γιατί   είναι   θρεπτικοί, έχουν  ωραίο   άρωμα  και  γεύση  και  είναι  ελεύθεροι νομικών δικαιωμάτων   δηλαδή   αποτελούν   κοινό  αγαθό  και  μπορούμε να  τους φυτεύουμε  και  να   τους  αναπαράγουμε   όποτε  θέλουμε.  Αυτό  είναι πολύ σημαντικό  καθώς   ο  αγρότης   μπορεί να  κρατήσει   ελεύθερα  σπόρο  από   τη σοδειά του  και  να  τον σπείρει  την επόμενη  χρονιά χωρίς να πληρώνει δικαιώματα  σε εταιρίες.   Επιπλέον,  οι  παραδοσιακού τύπου σπόροι    αποτελούν  εγγύηση για την επισιτιστική  μας ασφάλεια στο   άμεσο  μέλλον,  επειδή  διαθέτουν  ευρεία   γενετική βάση   που τους δίνει  τη δυνατότητα να  προσαρμόζονται  σε νέα   κλιματικά δεδομένα.  Είναι  επομένως    πολύτιμοι   για την ανθρωπότητα  σε  περίοδο  κλιματικής   αλλαγής, είναι πολύτιμοι για τη  διατήρηση της διατροφικής βιοποικιλότητας.  Είναι  επίσης ανθεκτικοί,    γι’ αυτό είναι  κατάλληλοι  για  την ήπια γεωργία   και  βέβαια για  τη βιολογική γεωργία  καθώς δεν απαιτούν  μεγάλες  εισροές φυτοπροστασίας.   Δυστυχώς  πολλές  παλιές  παραδοσιακές  ποικιλίες έχουν χαθεί  δηλαδή  δεν καλλιεργούνται  πια.          

Οι παραδοσιακού  τύπου σπόροι δεν είναι μόνον  παλιοί  μπορεί να είναι και νέοι, διότι  οι καλλιεργητές  έχουν  τη δυνατότητα  να  δημιουργήσουν     και  καινούριες  ποικιλίες   που  οι σπόροι τους    θα   έχουν αντίστοιχα  χαρακτηριστικά.

Σήμερα την αγορά έχουν κατακλύσει τα υβρίδια, οι εμπορικοί σπόροι, πότε άρχισε η παραγωγή τους και πως επηρεάζουν την υγεία μας;

Πράγματι την  αγορά  σπόρων  την  έχουν  κατακτήσει   οι εμπορικοί  σπόροι  δηλαδή   αυτοί  που  πωλούνται  κυρίως  από   ιδιωτικές   εταιρίες  οι  οποίες  έχουν  και  νομικά  δικαιώματα  επί του  σπόρου. Σε  αυτή  την  περίπτωση, ακόμα και αν ο καλλιεργητής  κρατήσει  σπόρο  από  τη  σοδειά του, είναι υποχρεωμένος  να  πληρώσει  την εταιρία  που κατέχει    το νομικό  δικαίωμα.  Η παραγωγή τους  άρχισε  στην αρχή  του  προηγούμενου  αιώνα   αλλά  εντατικοποιήθηκε   μετά  το 1960.  Συγκριτικές  επιστημονικές  μελέτες    μεταξύ  παραδοσιακών και   εμπορικών σπόρων δεν είναι πολλές  αλλά  αυτές που έχουμε υπόψη μας   υπογραμμίζουν  τη θρεπτική ανωτερότητα των   παραδοσιακών  σπόρων. 

 Με  τη λέξη υβρίδιο υπάρχει  μια σύγχυση   διότι  ετυμολογικά σημαίνει  αποτέλεσμα διασταύρωσης διαφορετικών ποικιλιών μεταξύ τους  κάτι που αντιστοιχεί  στην συντριπτική πλειοψηφία των διατροφικών φυτών που  γνωρίζουμε σήμερα  είτε πρόκειται  για  παραδοσιακού τύπου φυτικές  ποικιλίες   ή για  εμπορικές.  Επομένως για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι  θα μιλήσουμε   για  τα σημερινά  εμπορικά « υβρίδια  τύπου   F1» που έχουν επικρατήσει   στην περίπτωση των λαχανικών-κηπευτικών.  Αυτά    έχουν πολύ  στενή  γενετική  βάση,  κάτι  που  δεν ενισχύει την πολύτιμη βιοποικιλότητα  ούτε  βοηθά για προσαρμογή σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής.

Τέλος οι  σπόροι   αυτοί  οι εμπορικοί είναι  μεν  παραγωγικοί με την προϋπόθεση  όμως   ότι  χρησιμοποιούνται  χημικά   λιπάσματα και φυτοφάρμακα   σε ικανές  δόσεις. Δηλαδή είναι  συνδεδεμένοι σχεδόν αποκλειστικά  στο  άρμα της χημικής γεωργίας. Οι εταιρίες που  δημιουργούν τις σχετικές εμπορικές φυτικές ποικιλίες και πωλούν τους σπόρους  τους, είναι οι ίδιες που  πωλούν και  τις χημικές εισροές. Σε πολλές δε περιπτώσεις  έχουν ολιγοπώλιο  όπως  πχ  στην Ευρωπαϊκή αγορά   όπου  το  95% των σπόρων κηπευτικών πωλείται από 5 πολυεθνικές.                  

Γιατί χάνονται οι παλιές ποικιλίες;

Έχουν  αντικατασταθεί  από τους  νέους εμπορικούς  σπόρους  και  δεν  διακινούνται  εμπορικά  από τις μεγάλες  εταιρίες  που έχουν κατακτήσει την αγορά σπόρων.    Για       τον πωλητή  προσφέρουν   πολύ μικρότερο κέρδος  γιατί  όταν ο καλλιεργητής  αγοράσει μια φορά τον  σπόρο, μπορεί στη συνέχεια να κρατά το δικό του σπόρο και να τον φυτεύει ελεύθερα  όλα τα επόμενα χρόνια.  Αντίθετα  για τον εμπορικό σπόρο που  καλύπτεται  από     νομικά δικαιώματα ο πωλητής   πληρώνεται κάθε χρονιά.   Επιπλέον  για  πολλές  παραδοσιακές φυτικές  ποικιλίες,  δεν έχουν καταγραφεί  επίσημα οι ιδιότητες τους-    αρετές και  ελαττώματα-  δηλαδή  λείπει  μια έγκυρη αξιολόγηση που θα ήταν πολύ χρήσιμη για τον καλλιεργητή.   Σε αυτά      πρέπει  να προσθέσουμε και τους  τεράστιους περιορισμούς που βάζει η ισχύουσα νομοθεσία της  ΕΕ  στην εμπορική  διακίνηση  των  παραδοσιακών  σπόρων. 

Πόσους παραδοσιακούς σπόρους έχουμε στην Ελλάδα, υπάρχει τράπεζα γενετικού υλικού σπόρων;      

Η   Ελληνική  Τράπεζα  Γενετικού  Υλικού βρίσκεται  στη Θεσσαλονίκη   και  έχει  στα ψυγεία της  15.000  δείγματα  σπόρων     φυτικών   ποικιλιών   κυρίως  παραδοσιακών.  Σε  αυτόν  τον αριθμό περιλαμβάνονται  και   οι  σπόροι  πολλών   προγόνων  των σημερινών διατροφικών   φυτών  που η επιστήμη  τους  αποκαλεί  «άγριους   συγγενείς».  Στις  τράπεζες, τα   δείγματα  σπόρων  πρέπει να  αναπαράγονται   σε τακτά    χρονικά διαστήματα  ανάλογα  με τις απαιτήσεις  κάθε  φυτικής ποικιλίας.  Πρακτικά  αυτό  δεν είναι πάντοτε  εφικτό      και    σε  αυτή  την περίπτωση     υπάρχει   μεγάλη   πιθανότητα  ο σπόρος   να αχρηστευθεί.  Βέβαια, οι τράπεζες  που κρατούν   το  γενετικό υλικό  είναι πολύτιμες  και πρέπει  να υποστηρίζονται. Εμείς  πιστεύουμε ότι  παράλληλα με τη δουλειά που γίνεται  στις τράπεζες,  ο σπόρος   πρέπει να  καλλιεργείται και να  αναπαράγεται  συνεχώς   από  πολλούς διαφορετικούς  καλλιεργητές   ώστε  σταδιακά  να προσαρμόζεται  στα νέα κλιματικά δεδομένα    και  να εξελίσσεται  στον αγρό.  Για  την επισιτιστική  μας  ασφάλεια  δεν  επαρκούν μόνο  οι συλλογές  γενετικού υλικού.                                                                                                                                                                                                                                                          

Έχουμε τον έλεγχο της διατροφής μας; ξέρουμε τι τρώμε; πως μπορούμε να γίνουμε συνειδητοί καταναλωτές;

Θεωρώ   ότι  έχουμε   μερικό έλεγχο  και  όχι  επαρκή κατά τη γνώμη μου. Η κοινωνία δεν ασχολείται  αρκετά με αυτό το θέμα ούτε  τα παιδιά στο σχολείο αποκτούν σχετική παιδεία.  Ο  αποτελεσματικός έλεγχος  της  διατροφής είναι τεράστιο θέμα και  έχουμε  κενά  στην ουσιαστική  κατανόηση της τροφικής αλυσίδας. Είναι πολύ πιο ευχάριστο  να ασχολούμαστε με συνταγές παρά   να   μαθαίνουμε  ότι  το κρέας που προέρχεται  από    έγκλειστα  ακινητοποιημένα  ζώα μπορεί  να έχει  πολλές τοξίνες  λόγω του στρες      ή πολλά αντιβιοτικά  που  προστίθενται στην τροφή τους  προκειμένου  να αντιμετωπισθούν  οι  μη φυσικές συνθήκες διαβίωσης. Για τα  υπολείμματα  φυτοφαρμάκων  και τον αμφισβητούμενο  τρόπο με  τον οποίο μετριέται  η  «ασφαλής»  τους    χρήση δεν έχουμε ιδέα, ούτε θέλουμε να  μάθουμε-δυσάρεστο θέμα κι αυτό.  Ως  καταναλωτές   δεν έχουμε μάθει  να αναζητούμε  κηπευτικά  δημητριακά  όσπρια και φρούτα από  παραδοσιακού σπόρους   παρόλο  που είναι πολύ θρεπτικά  διότι  οι  καρποί δεν είναι ομοιόμορφοι ,  όπως  εκείνοι  που προέρχονται από εμπορικούς σπόρους.  Ως καταναλωτές δεν έχουμε ιδέα  ότι    οι παραδοσιακοί σπόροι   στηρίζουν τη διατροφική μας  ανεξαρτησία καθώς είναι ελεύθεροι  από δικαιώματα.   Συμπέρασμα:  χρειάζεται  ολοκληρωμένη  διατροφική παιδεία  και  βαθειά  κατανόηση του  διατροφικού κύκλου για να προχωρήσουμε  σε  πλήρη  έλεγχο της  διατροφής μας  δηλαδή σε  αυτό  που διεθνώς αποκαλείται διατροφική κυριαρχία   ή ανεξαρτησία.               

Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βοηθά στην διατήρηση των παραδοσιακών σπόρων;

Η  παρούσα  νομοθεσία  είναι  προκατειλημμένη ενάντια στους παραδοσιακούς σπόρους   και φέρει μέρος  της  ευθύνης  για  την απώλεια  πολύτιμου γενετικού υλικού.  Ο παραδοσιακός σπόρος όταν δεν καλλιεργείται, χάνεται.   Η  νομοθεσία  όμως της ΕΕ που είναι και δική μας, δεν  επιτρέπει την ελεύθερη εμπορική κυκλοφορία   του  παραδοσιακού σπόρου.  Τον περιορίζει  ποσοτικά και γεωγραφικά.  Τον  στριμώχνει   σε  ομοιομορφίες που δεν του ταιριάζουν.  Αντίθετα, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά της στενής  γενετικής βάσης  των  εμπορικών ποικιλιών ως βασικό   κριτήριο  για   την άδεια πώλησης σπόρου .  Φανταστείτε  ότι στην Ελλάδα, μόνο μια παραδοσιακή φυτική ποικιλία είναι  γραμμένη στον επίσημο κατάλογο που επιτρέπει την πώληση του σπόρου της ποικιλίας. Αλλά ακόμα κι αυτή η ποικιλία υπόκειται  σε  ποσοτικούς κι γεωγραφικούς περιορισμούς  κάτι που δεν ισχύει για τους εμπορικούς σπόρους.       

Ευτυχώς  στο θέμα της νομοθεσίας υπάρχει  μια πρόσφατη εξέλιξη με θετική χροιά.  Μέσα στο 2018,  εγκρίθηκε  ο νέος Κανονισμός Βιολογικής Γεωργίας της ΕΕ  ο οποίος  από το 2021 και μετά  θα επιτρέπει την εμπορική διακίνηση   παραδοσιακού τύπου σπόρου   στα πλαίσια της βιολογικά πιστοποιημένης  γεωργίας. Αυτό έγινε  επειδή  είναι   πλέον αποδεκτό ότι  η πλατειά γενετική βάση του     παραδοσιακού σπόρου  αποτελεί   πλεονέκτημα γα  τις  βιολογικές καλλιέργειες  και ότι οι σημερινοί εμπορικοί σπόροι   δεν είναι εντελώς κατάλληλοι για την καλλιέργεια χωρίς χημικά.    Πρόκειται για μια καλή  αρχή   αρκεί    να εφαρμοσθεί σωστά   ( αναμένονται οι  εφαρμοστικές  διατάξεις που δεν έχουν ακόμα ανακοινωθεί) και  βέβαια να  επεκταθεί  σε όλους τους  καλλιεργητές, επαγγελματίες  και  ερασιτέχνες,  κι όχι μόνο στους πιστοποιημένους.  

YOU MAY ALSO LIKE

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *